Vyživovat στα ελληνικά
Μετάφραση: vyživovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέφω, κρατώ, υπάρχω, συντηρώ, καλλιεργώ, ζω, υποστηρίζω, θρέφουν, θρέψει, να θρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bambula στα ελληνικά - χαζός, βλάχος, χωριάτης
- hustě στα ελληνικά - γρήγορος, γρήγορα, πυκνός, πυκνά, πυκνότητα, πυκνή, πυκνοκατοικημένες, ...
- metropole στα ελληνικά - μητρόπολη, Metropolis, μητρόπολης, μητροπόλεις, Ιεράς Μητροπόλεως
- nadřaděnost στα ελληνικά - ανωτερότητα, προτεραιότητα, προβάδισμα, το προβάδισμα, υπερισχύει, υπεροχής
Τυχαίες λέξεις
Vyživovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέφω, κρατώ, υπάρχω, συντηρώ, καλλιεργώ, ζω, υποστηρίζω, θρέφουν, θρέψει, να θρέψει
Μεταφράσεις: τρέφω, κρατώ, υπάρχω, συντηρώ, καλλιεργώ, ζω, υποστηρίζω, θρέφουν, θρέψει, να θρέψει