Υπάρχω στα τσεχικά
Μετάφραση: υπάρχω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živit, být, žít, existovat, trvat, vydržovat, vyživovat, neexistují, existují, existuje, neexistuje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάρχω
υπάρχω συνώνυμο, υπάρχω λατσιά, υπάρχω ετυμολογια, υπάρχω _ στέλιος καζαντζίδης στιχοι, υπάρχω για σένα, υπάρχω λεξικό γλώσσας τσεχικά, υπάρχω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- υπάλληλος στα τσεχικά - učenec, úředník, kancelista, písař, kostelník, klerik, zaměstnanec, ...
- υπάρχοντα στα τσεχικά - majetek, věci, příslušenství, zavazadla, osobní věci
- υπέρβαρος στα τσεχικά - převaha, nadváha, nadváhou, nadváhu, nadváhy, s nadváhou
- υπέροχος στα τσεχικά - skvělý, vybájený, nádherný, neuvěřitelný, ohromný, velkolepý, úžasný, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: živit, být, žít, existovat, trvat, vydržovat, vyživovat, neexistují, existují, existuje, neexistuje
Μεταφράσεις: živit, být, žít, existovat, trvat, vydržovat, vyživovat, neexistují, existují, existuje, neexistuje