Vypáčit στα ελληνικά

Μετάφραση: vypáčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, διάλλειμα, σπάζω, εξαναγκάζω, αντεπίθεση, βία, διάλειμμα, εκβιάζω, ανοίγετε με τη βία, ανοίξετε με βία, πίεσης για το άνοιγμα
Vypáčit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • daktylský στα ελληνικά - δακτυλικός, δακτυλικοί, δακτυλικό, δακτυλικού, δακτυλική
  • deistický στα ελληνικά - Θεϊστές, δυιστική
  • dláždit στα ελληνικά - προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν
  • nepotismus στα ελληνικά - νεποτισμός, νεποτισμό, νεποτισμού, του νεποτισμού, ο νεποτισμός
Τυχαίες λέξεις
Vypáčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, διάλλειμα, σπάζω, εξαναγκάζω, αντεπίθεση, βία, διάλειμμα, εκβιάζω, ανοίγετε με τη βία, ανοίξετε με βία, πίεσης για το άνοιγμα