Vypilovat στα ελληνικά
Μετάφραση: vypilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουστράρω, λιμάρω, γυαλίζω, πίφερο, υποβάλλω, στιλβώνω, λούστρο, βερνίκι, ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bloudivý στα ελληνικά - πνευμονογαστρικού, πνευμονογαστρικό, vagus, του πνευμονογαστρικού, το πνευμονογαστρικό
- dýchavičný στα ελληνικά - gaspily
- morbidní στα ελληνικά - νοσηρός, νοσηρή, νοσηρές, morbid, νοσογόνο
- nepolepšitelný στα ελληνικά - κατασταλαγμένος, αδιόρθωτος, αδιόρθωτοι, αδιόρθωτη, αδιόρθωτο, αδιόρθωτα
Τυχαίες λέξεις
Vypilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουστράρω, λιμάρω, γυαλίζω, πίφερο, υποβάλλω, στιλβώνω, λούστρο, βερνίκι, ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος
Μεταφράσεις: λουστράρω, λιμάρω, γυαλίζω, πίφερο, υποβάλλω, στιλβώνω, λούστρο, βερνίκι, ακόνισμα, ακονισμα, όξυνση, όξυνσης, ακονίσματος