Vyplývat στα ελληνικά
Μετάφραση: vyplývat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επακολουθώ, επίπτωση, προκύπτω, έκβαση, εγείρομαι, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chudobka στα ελληνικά - μαργαρίτα, μαργαρίτας, μαργαριτών, daisy, μαργαρίτες
- jednota στα ελληνικά - σχέση, ένωση, σωματειακός, ενότητα, αρμονία, ενότητας, την ενότητα, ...
- konopka στα ελληνικά - σπίνος, γαρδέλι, Linnet
- kočující στα ελληνικά - φερέοικος, πλανόδιος, περιοδεύων, πλανόδιο, πλανόδιο τρόπο, Άσκηση κατά πλανόδιο τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Vyplývat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επακολουθώ, επίπτωση, προκύπτω, έκβαση, εγείρομαι, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Μεταφράσεις: επακολουθώ, επίπτωση, προκύπτω, έκβαση, εγείρομαι, αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος