Vyplňovat στα ελληνικά

Μετάφραση: vyplňovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Vyplňovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anýzovka στα ελληνικά - anisette
  • invalidita στα ελληνικά - ακυρότητα, αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
  • novinářství στα ελληνικά - δημοσιογραφία, Δημοσιογραφίας, τη δημοσιογραφία, της δημοσιογραφίας, η δημοσιογραφία
  • oratorium στα ελληνικά - ορατόριο, ορατόριου, το ορατόριο, ορατορίου, του ορατόριου
Τυχαίες λέξεις
Vyplňovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει