Vypracovat στα ελληνικά

Μετάφραση: vypracovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεπτομερής, προσεγμένος, περίτεχνος, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Vypracovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cizorodý στα ελληνικά - αλλοδαπός, ξένος, ξένων, ξένες, ξένο
  • desátek στα ελληνικά - δέκατο, δεκάτη, δεκάτης, φόρο της δεκάτης, τη δεκάτη
  • dobrota στα ελληνικά - καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
  • narvat στα ελληνικά - κολλήσει, ραβδί, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
Τυχαίες λέξεις
Vypracovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεπτομερής, προσεγμένος, περίτεχνος, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν