Vzrůst στα ελληνικά

Μετάφραση: vzrůst, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέγεθος, διογκώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ύψος, όγκος, ανατέλλω, αυξάνω, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Vzrůst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • husák στα ελληνικά - Χούσακ, Husak, Χούζακ, του Χούσακ
  • kombinéza στα ελληνικά - συνολικός, γενικός, ολόσωμα, ποδιά, συνολικά, συνολική, συνολικής, ...
  • lira στα ελληνικά - λιρέτα, λίρα, Lira, λίρας, λίρες, λιρέτας
  • optik στα ελληνικά - οπτικός, οπτικών ειδών, οπτικών, οπτικό, οπτικού
Τυχαίες λέξεις
Vzrůst στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέγεθος, διογκώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ύψος, όγκος, ανατέλλω, αυξάνω, ανάπτυξη, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει