Διογκώνω στα τσεχικά

Μετάφραση: διογκώνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zduření, vydutí, vyklenout, vzrůst, otok, Otoky, bobtná, bobtnání, Bobtnací
Διογκώνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διογκώνω

διογκώνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διογκώνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διμοιρία στα τσεχικά - četa, četě, četu, čety, rota
  • διοίκηση στα τσεχικά - hospodaření, řízení, vedení, správa, ředitelství, vláda, podávání, ...
  • διοικητής στα τσεχικά - velitel, velitelem, velitele, velitel letadla, veliteli
  • διοικητικός στα τσεχικά - správa, vedení, podávání, řízení, vláda, administrativa, administrace, ...
Τυχαίες λέξεις
Διογκώνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zduření, vydutí, vyklenout, vzrůst, otok, Otoky, bobtná, bobtnání, Bobtnací