Zaměstnávat στα ελληνικά
Μετάφραση: zaměstnávat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαμβάνω, άσκηση, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dolar στα ελληνικά - δολάριο, δολαρίου, δολάρια, δολαρίων, του δολαρίου
- hnojení στα ελληνικά - γονιμοποίηση, γονιμοποίησης, λίπανση, λίπανσης, τη γονιμοποίηση
- krystalografie στα ελληνικά - Κρυσταλλογραφία, Crystallography, Κρυσταλλογραφίας, Η κρυσταλλογραφία, H κρυσταλλογραφία
- morfium στα ελληνικά - μορφίνη, μορφίνης, η μορφίνη, τη μορφίνη, της μορφίνης
Τυχαίες λέξεις
Zaměstnávat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, άσκηση, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, άσκηση, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει