Zastavovat στα ελληνικά

Μετάφραση: zastavovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Zastavovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brk στα ελληνικά - πέννα, γραφή, πένα, καλαμιών, καλάμων
  • chlopeň στα ελληνικά - πέτο, ρεβέρ, φτεροκοπώ, βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, ...
  • interní στα ελληνικά - εσωτερικός, εσωτερικώς, μέσα, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικές
  • kachlička στα ελληνικά - κεραμίδι, πλακάκι, πλακιδίων, κεραμιδιών, πλακίδιο
Τυχαίες λέξεις
Zastavovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει