Zhotovovat στα ελληνικά

Μετάφραση: zhotovovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, παραγωγή, παραγωγής, παράγουν, παράγει, να παράγει
Zhotovovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aby στα ελληνικά - σε, προς, να, για, με
  • misantropie στα ελληνικά - μισανθρωπία, μισανθρωπίας, misanthropy, μισανθρωπία Η
  • obrazný στα ελληνικά - μεταφορικός, παραστατικός, εικονιστικά, εικονιστικό, παραστατικά, εικονιστικών, εικονιστικού
  • odloučeně στα ελληνικά - χωριστά, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, διαχωρισμός, χωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Zhotovovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, παραγωγή, παραγωγής, παράγουν, παράγει, να παράγει