Äkkinäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: äkkinäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικός, ορμητικός, παράφορος, ορμητικά, ορμητική, ορμητικούς
Μεταφράσεις
- kaupunginosa στα ελληνικά - θάλαμος, δήμος, Borough, δήμο, δήμου, Δημοτικού
- kuuma στα ελληνικά - καυτός, ζεστός, καυτό, ζεστό, ζεστού, θερμό
- laitteet στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- lukukausi στα ελληνικά - όρος, διορία, τρίμηνο, ώρα, εξάμηνο, εξαμήνου, εξάμηνο του, ...
Τυχαίες λέξεις
Äkkinäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικός, ορμητικός, παράφορος, ορμητικά, ορμητική, ορμητικούς
Μεταφράσεις: κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικός, ορμητικός, παράφορος, ορμητικά, ορμητική, ορμητικούς