Aikaväli στα ελληνικά

Μετάφραση: aikaväli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Aikaväli στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aikana στα ελληνικά - ανάμεσα, κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, διάρκεια, κατά τη διάρκεια της
  • aikataulu στα ελληνικά - πρόγραμμα, ωράριο, προγραμματίζω, χρονοδιάγραμμα, χρονοδιαγράμματος, το χρονοδιάγραμμα, χρονοδιάγραμμα που, ...
  • aikoa στα ελληνικά - προτείνω, τσιγκούνης, σκοπός, σκοπεύω, προαίρεση, θέληση, εννοώ, ...
  • aikomus στα ελληνικά - αποβλέπω, βλέψη, έννοια, σχεδιάζω, σχέδιο, αποφασιστικότητα, σκοπεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Aikaväli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, διάλειμμα, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα