Alkuperäisyys στα ελληνικά
Μετάφραση: alkuperäisyys, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτοτυπία, γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alkuperä στα ελληνικά - λίκνο, έναρξη, αρχή, προέλευση, ρίζα, πηγή, καταγωγή, ...
- alkuperäinen στα ελληνικά - ενδημικός, γνήσιος, δεξιοτέχνης, αφέντης, κύριος, μετρ, πρωτότυπος, ...
- alkupääoma στα ελληνικά - το αρχικό κεφάλαιο, το αρχικό κεφάλαιο που, αρχικό κεφάλαιο, που το αρχικό κεφάλαιο
- alkusoitto στα ελληνικά - προκαταρκτικός, εισαγωγή, Overture, το overture, Ουβερτούρα
Τυχαίες λέξεις
Alkuperäisyys στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτοτυπία, γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα
Μεταφράσεις: πρωτοτυπία, γνησιότητα, αυθεντικότητα, γνησιότητας, αυθεντικότητας, την αυθεντικότητα