Arkipäiväinen στα ελληνικά
Μετάφραση: arkipäiväinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τετριμμένος, σκέτο, χυδαίος, κοινότυπος, απόθεμα, κάμπος, καθομιλούμενος, σκέτος, πεζός, παρακρατώ, βάναυσος, πρόστυχος, βαρετός, συνηθισμένος, πεδιάδα, καθημερινός, κοσμικός, εγκόσμιος, εγκόσμια, κοσμικό, πεζά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arkeologinen στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολογικό, αρχαιολογικά, αρχαιολογικούς, αρχαιολογικών
- arkinen στα ελληνικά - συνηθισμένος, καθημερινός, μονότονος, κοινότυπος, τετριμμένος, βαρετός, πεζός, ...
- arkki στα ελληνικά - σεντόνι, κιβωτός, στρώμα, κομμάτι, φύλλο, φύλλου, δελτίο, ...
- arkkipiispa στα ελληνικά - μητροπολιτικός, αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο
Τυχαίες λέξεις
Arkipäiväinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τετριμμένος, σκέτο, χυδαίος, κοινότυπος, απόθεμα, κάμπος, καθομιλούμενος, σκέτος, πεζός, παρακρατώ, βάναυσος, πρόστυχος, βαρετός, συνηθισμένος, πεδιάδα, καθημερινός, κοσμικός, εγκόσμιος, εγκόσμια, κοσμικό, πεζά
Μεταφράσεις: τετριμμένος, σκέτο, χυδαίος, κοινότυπος, απόθεμα, κάμπος, καθομιλούμενος, σκέτος, πεζός, παρακρατώ, βάναυσος, πρόστυχος, βαρετός, συνηθισμένος, πεδιάδα, καθημερινός, κοσμικός, εγκόσμιος, εγκόσμια, κοσμικό, πεζά