Ase στα ελληνικά

Μετάφραση: ase, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμπίνα, πιστόλι, μπράτσο, όπλο, εργαλείο, εξοπλισμός, χέρι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Ase στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arvovalta στα ελληνικά - αυθεντία, αίγλη, επενέργεια, εξουσία, γόητρο, επενεργώ, επιρροή, ...
  • arvuutella στα ελληνικά - εικάζω, κερδοσκοπώ, διαλογίζομαι, να μαντέψει, να μαντέψετε, να μαντέψουν, να μαντέψω, ...
  • aseet στα ελληνικά - όπλα, όπλων, χέρια, βραχίονες, τα χέρια
  • aseeton στα ελληνικά - αφοπλισμένος, άοπλος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
Τυχαίες λέξεις
Ase στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμπίνα, πιστόλι, μπράτσο, όπλο, εργαλείο, εξοπλισμός, χέρι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού