Πιστόλι στα φινλανδικά

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyssy, tuliase, ampuma-ase, ase, tykki, kanuuna, gun, aseen, pistoolin, pistooli
Πιστόλι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πιστόλι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα φινλανδικά - väittää, laillistaa, todentaa, sanoa, todistaa, vannoa, varmentaa, ...
  • πιστωτής στα φινλανδικά - velkoja, saamamies, luotonantaja, velkojan, luotonantajan, velkojalle
  • πιστόνι στα φινλανδικά - mäntä, männän, mäntää, mäntään
  • πιστός στα φινλανδικά - harras, kuuliainen, seurakunta, hurskas, isänmaallinen, uskollinen, tarkka, ...
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pyssy, tuliase, ampuma-ase, ase, tykki, kanuuna, gun, aseen, pistoolin, pistooli