Aseistamaton στα ελληνικά
Μετάφραση: aseistamaton, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aseeton στα ελληνικά - αφοπλισμένος, άοπλος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
- aseistaa στα ελληνικά - όπλο, χέρι, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- aseistaminen στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμών, οπλισμός, οπλισμού, οπλισμό
- aseistautuminen στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμών, οπλισμός, οπλισμού, οπλισμό
Τυχαίες λέξεις
Aseistamaton στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους
Μεταφράσεις: άοπλος, αφοπλισμένος, άοπλοι, άοπλων, άοπλη, άοπλους