Auto στα ελληνικά

Μετάφραση: auto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
Auto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autioittaa στα ελληνικά - ερημώνω, ερημώ, ερήμωσης και αποπληθυσμού της, μειώνω τον πληθυσμό, ερήμωσης και αποπληθυσμού
  • autiomaa στα ελληνικά - έρημος, έρημο, ερήμου, της ερήμου, στην έρημο
  • autohalli στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, garage, του γκαράζ
  • autoilija στα ελληνικά - αυτοκινητιστής, οδηγός, οδηγό, αυτοκινητιστή, αυτοκινητιστών
Τυχαίες λέξεις
Auto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοκίνητο, μηχάνημα, κούρσα, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό