Elämänkohtalo στα ελληνικά
Μετάφραση: elämänkohtalo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Μεταφράσεις
- elämän- στα ελληνικά - ουσιώδης, ζωτικός, ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
- elämäniloinen στα ελληνικά - πληθωρικός, πληθωρική, πληθωρικό, ενθουσιώδης, ενθουσιώδη
- elämänkutsumus στα ελληνικά - κλίση, λειτούργημα, αποστολή, προσανατολισμό, επάγγελμα
- elämäntarina στα ελληνικά - βίος, ζωή, ισόβιος, βιογραφία, ιστορία της ζωής, την ιστορία της ζωής, η ιστορία της ζωής, ...
Τυχαίες λέξεις
Elämänkohtalo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
Μεταφράσεις: πεπρωμένο, μοίρα, ειμαρμένη, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα