Enemmän στα ελληνικά
Μετάφραση: enemmän, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πια, πλέον, περισσότερο, πιο, περισσότερα, περισσότερες, περισσότερους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- enemmistö στα ελληνικά - επικράτηση, πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
- enemmistöpäätös στα ελληνικά - συναίνεση, ομοφωνία, πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
- enempi στα ελληνικά - πλέον, πια, περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ακόμη
- enentyä στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, Grow, μεγαλώσουν, αυξηθεί, μεγαλώνουν, Αναπτύσσονται
Τυχαίες λέξεις
Enemmän στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πια, πλέον, περισσότερο, πιο, περισσότερα, περισσότερες, περισσότερους
Μεταφράσεις: πια, πλέον, περισσότερο, πιο, περισσότερα, περισσότερες, περισσότερους