Ennenaikaisesti στα ελληνικά

Μετάφραση: ennenaikaisesti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόωρος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Ennenaikaisesti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ennen στα ελληνικά - προτού, πρώτος, άλλοτε, πριν, προηγούμενα, πριν να, πριν από, ...
  • ennenaikainen στα ελληνικά - πρόωρος, προηγούμενος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, την πρόωρη
  • ennennäkemätön στα ελληνικά - αθέατος, πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, πρωτοφανή, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανείς
  • ennusmerkki στα ελληνικά - προμήνυμα, οιωνός, οιωνοσκοπία, η οιωνοσκοπία
Τυχαίες λέξεις
Ennenaikaisesti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόωρος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές