Erääntyä στα ελληνικά

Μετάφραση: erääntyä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήγω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Erääntyä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • erääntyminen στα ελληνικά - ωριμότητα, λήξη, Λήξης, Γεννητικής Ωρίμανσης, Ωρίμανση
  • erääntynyt στα ελληνικά - πρέπων, απαιτούμενος, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων
  • esanssi στα ελληνικά - ουσία, ουσίαν, ουσιαστικά
  • esi-isä στα ελληνικά - πρόγονος, προηγούμενος, πρόγονο, προγόνου, πρόγονός, προγόνων
Τυχαίες λέξεις
Erääntyä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήγω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου