Erääntynyt στα ελληνικά
Μετάφραση: erääntynyt, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, απαιτούμενος, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eräs στα ελληνικά - σίγουρος, ένας, μία, κάποιος, ένα, βέβαιος, μια, ...
- erääntyminen στα ελληνικά - ωριμότητα, λήξη, Λήξης, Γεννητικής Ωρίμανσης, Ωρίμανση
- erääntyä στα ελληνικά - λήγω, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
- esanssi στα ελληνικά - ουσία, ουσίαν, ουσιαστικά
Τυχαίες λέξεις
Erääntynyt στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, απαιτούμενος, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων
Μεταφράσεις: πρέπων, απαιτούμενος, ληξιπρόθεσμες, καθυστερούμενες, καθυστερήσει, ληξιπρόθεσμα, ληξιπρόθεσμων