Erakko στα ελληνικά

Μετάφραση: erakko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλώσσα, ασυντρόφευτος, μοναχικός, πέλμα, μόνο, ασκητής, απόκοσμος, μόνος, ερημίτης, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
Erakko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • epääminen στα ελληνικά - απαγόρευση, άρνηση, άρνησης, απαραδέκτου, απόρριψη, την άρνηση
  • erehdys στα ελληνικά - ψεγάδι, αθετώ, παραβιάζω, παρεξήγηση, παράλειψη, παρεκτροπή, ατέλεια, ...
  • erehdyttävä στα ελληνικά - παραπλανητικός, απατηλός, παραπλανητική, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό, παραπλανητικών
Τυχαίες λέξεις
Erakko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλώσσα, ασυντρόφευτος, μοναχικός, πέλμα, μόνο, ασκητής, απόκοσμος, μόνος, ερημίτης, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή