Eristäytyminen στα ελληνικά
Μετάφραση: eristäytyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eristyneisyys στα ελληνικά - απομόνωση, Ιδιωτικός, μοναξιά
- eristäminen στα ελληνικά - απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
- eristäytyneisyys στα ελληνικά - απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
- eristää στα ελληνικά - αποσύρω, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., χωριστός, διαχωρίζω, ξεχωριστός, απομονώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Eristäytyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις: απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση