Απομόνωση στα φινλανδικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eristyneisyys, jumiutua, eristäytyminen, jumittua, pitää, kytkin, eristyminen, eristäminen, eristämistä, eristys, eristämisen
Απομόνωση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, απομόνωση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα φινλανδικά - erillinen, irrallinen, yksittäinen, eristetty, isolated, yksittäisiä, eristyksissä
  • απομονώνω στα φινλανδικά - irrallinen, eristää, erottaa, erillinen, eristämiseksi, eristämään, Eristä, ...
  • απονέμω στα φινλανδικά - jakaa, kunnianosoitus, tuomio, apuraha, levittää, palkinto, kunniamerkki, ...
  • απονομή στα φινλανδικά - promootio, annettuun, annettuun toimivaltaan, promootion
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: eristyneisyys, jumiutua, eristäytyminen, jumittua, pitää, kytkin, eristyminen, eristäminen, eristämistä, eristys, eristämisen