Erittää στα ελληνικά

Μετάφραση: erittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκρίνω, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει
Erittää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • erittäin στα ελληνικά - εξαιρετικά, ψηλά, πλέον, ιδίως, ειδικά, πολύ, ιδιαίτερα, ...
  • erittäminen στα ελληνικά - έκκριση, έκκρισης, την έκκριση, εκκρίσεως, της έκκρισης
  • erityinen στα ελληνικά - ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός, ιδιαίτερος, ειδικός, ειδική, ειδικές, ...
  • erityisen στα ελληνικά - ιδίως, ειδικά, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, κυρίως
Τυχαίες λέξεις
Erittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκρίνω, εκκρίνουν, εκκρίνει, να εκκρίνουν, έκκριση, να εκκρίνει