Esteetön στα ελληνικά

Μετάφραση: esteetön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Esteetön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • esteellisyys στα ελληνικά - αποκλεισμό, αποκλεισμός, έκπτωση, έκπτωσης, απαγόρευση
  • esteettinen στα ελληνικά - αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, αισθητικές, αισθητικό
  • estely στα ελληνικά - αντίρρηση, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ραγίσει, πυρολυμένου
  • estetiikka στα ελληνικά - αισθητικός, αισθητική, αισθητικής, την αισθητική, η αισθητική, της αισθητικής
Τυχαίες λέξεις
Esteetön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης