Τσάμπα στα φινλανδικά

Μετάφραση: τσάμπα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmainen, irrottaa, valtoimenaan, vapaa, irrallinen, esteetön, päästää irti, ilmaiseksi, vapaaseen, maksutta
Τσάμπα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσάμπα

τζάμπα καίει η λάμπα, τσάμπα δόξας, τσάμπα γωγω, τσαμπα το βρακάκι, τσάμπα μάγκασ, τσάμπα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, τσάμπα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • τρώω στα φινλανδικά - aterioida, vetää, syödä, popsia, ruokailla, ruoka, nosh, ...
  • τσάι στα φινλανδικά - tee, teetä, teen, tea, teen-
  • τσάντα στα φινλανδικά - laukku, utare, mieliharrastus, säkki, pussi, pussin, kassi, ...
  • τσάπα στα φινλανδικά - kaivaa, pata, lapio, kuokka, hoe, kitkeä, kuokkia
Τυχαίες λέξεις
Τσάμπα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ilmainen, irrottaa, valtoimenaan, vapaa, irrallinen, esteetön, päästää irti, ilmaiseksi, vapaaseen, maksutta