Hengittää στα ελληνικά
Μετάφραση: hengittää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπνέω, εισπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hengetön στα ελληνικά - κενός, διαμέρισμα, αηδής, άγευστος, άνοστος, επίπεδος, ανούσιος, ...
- hengittäminen στα ελληνικά - αερισμός, αναπνοή, αναπνοής, αναπνευστική, την αναπνοή, στην αναπνοή
- hengitys στα ελληνικά - αερισμός, αναπνοή, ανάσα, αναπνοής, την αναπνοή, πνοή
- hengähdys στα ελληνικά - λαχανιάζω, αναπνοή, ασθμαίνω, ανάσα, αγκομαχώ
Τυχαίες λέξεις
Hengittää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπνέω, εισπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Μεταφράσεις: αναπνέω, εισπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει