Hienostumaton στα ελληνικά
Μετάφραση: hienostumaton, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, χονδρόκοκκη
Μεταφράσεις
- hienosteleva στα ελληνικά - λαμπρός, μεγάλος, ξιπασμένος, σπουδαίος, φαντασμένος, ψωροπερήφανος, snobbish, ...
- hienosti στα ελληνικά - ωραία, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, εξαιρετική, μεγάλες
- hienostuneisuus στα ελληνικά - βελτίωση, πολιτισμός, επιτήδευση, εκλέπτυνση, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την εκλέπτυνση
- hienostunut στα ελληνικά - εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος, ραφινάτος, ωραίος, εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, ...
Τυχαίες λέξεις
Hienostumaton στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, χονδρόκοκκη
Μεταφράσεις: χονδροειδής, ακατέργαστος, ωμός, χονδρόκοκκη