Homma στα ελληνικά

Μετάφραση: homma, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειά, καθήκον, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
Homma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • holvikäytävä στα ελληνικά - αψίδα, στοά, αψίδωση, αψίδα εισόδου, καμάρα, αψίδας, αψιδωτή
  • home στα ελληνικά - μούχλα, περονόσπορος, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
  • hommata στα ελληνικά - διασφαλίζω, ασφαλίζω, ασφαλής, εδραιώνω, θα πάρετε
  • homo στα ελληνικά - τσιγάρο, αδελφή, ομοφυλόφιλος, gay, Φιλικό προς τους, γκέι, Φιλικό προς
Τυχαίες λέξεις
Homma στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειά, καθήκον, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα