Δουλειά στα φινλανδικά
Μετάφραση: δουλειά, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orjuus, bondage, orjuudesta, Maaorjuus, orjuudessa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλειά
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλειά λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δουλειά στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα φινλανδικά - lääkeannos, erä, annos, annostaa, annostus, annoksen, annostusta, ...
- δουκάτο στα φινλανδικά - herttuakunta, suurherttuakunta, suurherttuakunnan, herttuakunnan, suurherttuakunnalle
- δουλειά στα φινλανδικά - yritystoiminta, nimitys, työ, kysymys, vaikuttaa, aikaansaada, muotoilla, ...
- δουλειές στα φινλανδικά - asiakkaat, työ, yritystoiminta, ala, liiketoiminta, liikeasia, kauppa, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλειά στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: orjuus, bondage, orjuudesta, Maaorjuus, orjuudessa
Μεταφράσεις: orjuus, bondage, orjuudesta, Maaorjuus, orjuudessa