Hyödytön στα ελληνικά
Μετάφραση: hyödytön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκαρπος, ανωφελής, εγωκεντρικός, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hyödyntää στα ελληνικά - κεφαλαιοποιώ, αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
- hyödyttää στα ελληνικά - ωφέλεια, επωφελούμαι, επίδομα, όφελος, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, ...
- hyökkäys στα ελληνικά - επιθετικότητα, επίθεση, εισβολή, προσβολή, εχθρότητα, επιδρομή, παράβαση, ...
- hyökkääjä στα ελληνικά - επιτιθέμενος, απεργός, συμπαίκτη του, τον συμπαίκτη, συμπαίκτη, τον συμπαίκτη του
Τυχαίες λέξεις
Hyödytön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκαρπος, ανωφελής, εγωκεντρικός, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες
Μεταφράσεις: άκαρπος, ανωφελής, εγωκεντρικός, ξιπασμένος, ματαιόδοξος, μάταιος, άγονος, άχρηστος, άχρηστο, άχρηστα, άχρηστη, άχρηστες