Ihminen στα ελληνικά
Μετάφραση: ihminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υφήλιος, άνθρωπος, θνητός, επανδρώνω, θανάσιμος, κάποιος, κόσμος, ανθρωπότητα, άνδρας, ψυχή, ανθρώπινος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ihmetyttää στα ελληνικά - εκπλήσσω, έκπληξη, έκπληξή, αποτελεί έκπληξη, έκπληξης, την έκπληξή
- ihmetyö στα ελληνικά - θαύμα, θαύματος, το θαύμα, θαυματουργή, θαυματουργό
- ihmiset στα ελληνικά - άνθρωποι, πλήθος, μάζα, μαζικός, κόσμος, άνθρωπος, ανθρώπους, ...
- ihmisjoukko στα ελληνικά - συμμορία, όχλος, πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
Τυχαίες λέξεις
Ihminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υφήλιος, άνθρωπος, θνητός, επανδρώνω, θανάσιμος, κάποιος, κόσμος, ανθρωπότητα, άνδρας, ψυχή, ανθρώπινος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος
Μεταφράσεις: υφήλιος, άνθρωπος, θνητός, επανδρώνω, θανάσιμος, κάποιος, κόσμος, ανθρωπότητα, άνδρας, ψυχή, ανθρώπινος, άνθρωπο, άνδρα, ο άνθρωπος