Ilmiömäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: ilmiömäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικός, εκπληκτικός, απίθανος, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Μεταφράσεις
- ilmiselvästi στα ελληνικά - εμφανώς, προδήλως, προφανώς, καταφανώς, πρόδηλη
- ilmiö στα ελληνικά - γεγονός, νοιάζομαι, επεξεργάζομαι, ύλη, διαδικασία, κατεργάζομαι, συμβάν, ...
- ilmoittaa στα ελληνικά - γνωστοποιώ, συνιστώ, διαλαλώ, εμφαίνω, συμβουλεύω, υποδηλώ, πληροφορώ, ...
- ilmoittaminen στα ελληνικά - αποφασίζω, διαφήμιση, ανακοίνωση, κήρυξη, διαφημιστικός, διευθετώ, λύνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ilmiömäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικός, εκπληκτικός, απίθανος, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
Μεταφράσεις: φαινομενικός, εκπληκτικός, απίθανος, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό