Innovaatio στα ελληνικά

Μετάφραση: innovaatio, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφεύρεση, καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία
Innovaatio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • innostunut στα ελληνικά - ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιώδες
  • innostus στα ελληνικά - ενθουσιασμός, κέφι, ενθουσιασμό, ο ενθουσιασμός, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού
  • innovatiivinen στα ελληνικά - καινοτόμος, νεωτεριστικός, καινοτόμες, καινοτόμα, καινοτόμο, καινοτόμων
  • insinööri στα ελληνικά - μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Τυχαίες λέξεις
Innovaatio στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφεύρεση, καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία