Into στα ελληνικά
Μετάφραση: into, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενθουσιασμός, πυρκαγιά, ζήλος, κέφι, πυροβολώ, ζωντάνια, απολύω, θάρρος, αφοσίωση, λαύρα, αφιέρωση, πυρετός, διαχυτικότητα, φωτιά, προθυμία, θέρμη, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- intensiivinen στα ελληνικά - επιτακτικός, εντατικός, εντατική, έντασης, εντατικής, εντατικές
- interferenssi στα ελληνικά - παρεμβολή, παρέμβαση, παρεμβολές, παρεμβολών, παρεμβολής
- intohimo στα ελληνικά - πυρετός, πόθος, οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, έρωτας, ...
- intohimoinen στα ελληνικά - καυτερός, βίαιος, παθιασμένος, εμπαθής, σφοδρός, μαινόμενος, ενθουσιασμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Into στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενθουσιασμός, πυρκαγιά, ζήλος, κέφι, πυροβολώ, ζωντάνια, απολύω, θάρρος, αφοσίωση, λαύρα, αφιέρωση, πυρετός, διαχυτικότητα, φωτιά, προθυμία, θέρμη, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία
Μεταφράσεις: ενθουσιασμός, πυρκαγιά, ζήλος, κέφι, πυροβολώ, ζωντάνια, απολύω, θάρρος, αφοσίωση, λαύρα, αφιέρωση, πυρετός, διαχυτικότητα, φωτιά, προθυμία, θέρμη, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία