Jälkeen στα ελληνικά
Μετάφραση: jälkeen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, από, αφού, έπειτα, μετά από, μετά την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jäljittää στα ελληνικά - ίχνη, ίχνος, μονοπάτι, πίστα, ανακαλύπτω, ανιχνεύω, υπόλειμμα, ...
- jäljitys στα ελληνικά - ιχνηλασία, Ιχνηλατώντας, Εντοπισμός, Ανιχνεύοντας, Tracing
- jälkeinen στα ελληνικά - μεταγενέστερος, μετά, μετά την, μετα, μετά τη, μετά το
- jälkeläinen στα ελληνικά - επίγονος, παιδί, νέος, μικρός, τεύχος, απόγονος, θέμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Jälkeen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, από, αφού, έπειτα, μετά από, μετά την
Μεταφράσεις: μετά, μεταγενέστερα, κατόπιν, από, αφού, έπειτα, μετά από, μετά την