Jakso στα ελληνικά
Μετάφραση: jakso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύκλος, στάδιο, αλληλουχία, περιοδεία, επεισόδιο, σκηνοθετώ, τμήμα, σκηνή, διάστημα, διαδοχή, φάση, στρογγυλός, τομή, περίοδος, γύρος, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jakosuhde στα ελληνικά - αναλογία, ο λόγος διαίρεσης, ο λόγος διαχωρισμού, ο λόγος διαμερισμού, ο λόγος διαμερισμού δείγματος, ο λόγος της διαίρεσης
- jaksaa στα ελληνικά - διανύω, καταφέρνω, είμαι, αντεπεξέρχομαι, ανέχομαι, διευθύνω, αντέχω, ...
- jaksoittainen στα ελληνικά - περιοδικός, περιοδική, περιοδικές, περιοδικών, περιοδικής
- jaksollinen στα ελληνικά - περιοδικός, περιοδική, περιοδικές, περιοδικών, περιοδικής
Τυχαίες λέξεις
Jakso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύκλος, στάδιο, αλληλουχία, περιοδεία, επεισόδιο, σκηνοθετώ, τμήμα, σκηνή, διάστημα, διαδοχή, φάση, στρογγυλός, τομή, περίοδος, γύρος, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: κύκλος, στάδιο, αλληλουχία, περιοδεία, επεισόδιο, σκηνοθετώ, τμήμα, σκηνή, διάστημα, διαδοχή, φάση, στρογγυλός, τομή, περίοδος, γύρος, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο