Λέξη: σπανιότητα
Σχετικές λέξεις: σπανιότητα
σπανιότητα συνώνυμο, σπανιότητα παραγωγικών συντελεστών
Συνώνυμα: σπανιότητα
αραιότης, αραιότητα, σπανιότης
Μεταφράσεις: σπανιότητα
σπανιότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scarcity, rarity, rareness, scarceness, infrequency
σπανιότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escasez, carestía, rareza, la rareza, raro, raridad
σπανιότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mangel, seltenheit, knappheit, Rarität, Seltenheit, selten, Seltenheits
σπανιότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manque, insuffisance, pénurie, rareté, défaut, disette, rare, la rareté, rares, chose rare
σπανιότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carestia, rarità, carenza, penuria, rarity, la rarità, raro, rara
σπανιότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raridade, rarity, raro, rara, coisa rara
σπανιότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaarste, gebrek, zeldzaamheid, zeldzaam, rariteit, Rarity, de zeldzaamheid
σπανιότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
редкость, недостача, нехватка, дефицит, недостаток, брак, скудность, дороговизна, безлюдье, скудость, редкостью, раритет, редкости
σπανιότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knapphet, mangel, sjeldenhet, sjeldenhet i, sjeldent
σπανιότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knapphet, brist, sällsynthet, raritet, sällsynt, sällsynta, är sällsynt
σπανιότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puute, vajaus, harvinaisuus, harvinaisuuden, harvinaisia, harvinaista, harvinaisuudesta
σπανιότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sjældenhed, sjælden, sjældne
σπανιότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedostatek, vzácnost, rarita, raritou, vzácností, raritu
σπανιότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedostatek, niedobór, głód, rzadkość, rarytas, rzadkością, rzadkości, rarytasem
σπανιότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hiány, ritkaság, ritkasága, ritka, ritkaságnak, ritkaságnak számít
σπανιότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seyreklik, nadir, rarity, nadir görülen, ender
σπανιότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дефіцит, брак, рідкість, нестача, хиба, недостача, надзвичайно, диво, навдивовижу
σπανιότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjë e rrallë, gjë e rrallë të, rrallesë, rrallësi, e rrallë
σπανιότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рядкост, редкостта, изключителност
σπανιότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэдкасць, рэдкасьць
σπανιότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nappus, haruldus, harvaesineva, haruldust, harulduse, rariteetsust
σπανιότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rijetkost, raritet, prava rijetkost, rijetkosti, je rijetkost
σπανιότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hörgull, Sjaldgæft, sjaldgæfur, fágæti, sjaldgæf, er sjaldgæfur
σπανιότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inopia
σπανιότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
retenybė, retumą, retas, retumas
σπανιότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trūkums, retums, nepietiekamība, retumu, reta, nekāds retums
σπανιότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реткост, раритет, реткоста, куриозитетен, е реткост
σπανιότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raritate, raritatea, rarității, raritatii
σπανιότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
redkost, redkosti, prava redkost, redka
σπανιότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neuje, rarita, raritou
Τυχαίες λέξεις