Kärkevä στα ελληνικά

Μετάφραση: kärkevä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμηρός, κυνικός, πικρός, μυτερός, θυελλώδης, δάγκωμα, το δάγκωμα, δαγκώματος, δαγκώνει, δήγματα
Kärkevä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kärjistyä στα ελληνικά - έρθει σε ένα κεφάλι, εμφανιστεί μπροστά μας, εμφανιστεί μπροστά μας κατά
  • kärjistää στα ελληνικά - ξύνω, στίγμα, δείχνω, επισημαίνω, ακονίζω, αιχμή, επιτείνει, ...
  • kärki στα ελληνικά - θήκη, αποκορύφωμα, ηγούμαι, κεφάλι, ρεγάλο, δείχνω, οικόσημο, ...
  • kärkäs στα ελληνικά - λαίμαργος, ανυπόμονος, περίεργος, έτοιμος, πρόθυμος, πανέτοιμος, άπληστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Kärkevä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμηρός, κυνικός, πικρός, μυτερός, θυελλώδης, δάγκωμα, το δάγκωμα, δαγκώματος, δαγκώνει, δήγματα