Αιχμηρός στα φινλανδικά
Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärkevä, kiukkuinen, piikikäs, spiky, piikikästä, piikkimäiset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμηρός
αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αιχμηρός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αιχμαλωσία στα φινλανδικά - syödä, kaappaus, vallata, valloittaa, pyydystää, sieppaus, takavarikko, ...
- αιχμαλωτίζω στα φινλανδικά - pyydystää, syödä, takavarikko, valloittaa, sieppaus, vallata, kaappaus, ...
- αιωνιότητα στα φινλανδικά - ikuisuus, iäisyys, iankaikkisuus, ikuisuuden, iankaikkisuuden, ikuisuuteen, iankaikkisuudeksi
- αιώνας στα φινλανδικά - vuosisata, luvulla, vuosisadan
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kärkevä, kiukkuinen, piikikäs, spiky, piikikästä, piikkimäiset
Μεταφράσεις: kärkevä, kiukkuinen, piikikäs, spiky, piikikästä, piikkimäiset