Käsitteleminen στα ελληνικά
Μετάφραση: käsitteleminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταχείριση, Εργασία με, Δουλεύοντας με, Συνεργασία με, που εργάζονται με, Η συνεργασία με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- käsitellä στα ελληνικά - συζητώ, ασχολούνται με, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ασχοληθεί με, αντιμετωπίσει
- käsitteistö στα ελληνικά - ορολογία, Οι έννοιες, έννοιες, οι έννοιες που, των εννοιών, οι ιδέες
- käsittelemätön στα ελληνικά - ωμός, αγενής, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, ...
- käsittely στα ελληνικά - μεταχείριση, διοίκηση, θεραπεία, χειρισμός, επεξεργασία, χρήση, αγωγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Käsitteleminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταχείριση, Εργασία με, Δουλεύοντας με, Συνεργασία με, που εργάζονται με, Η συνεργασία με
Μεταφράσεις: μεταχείριση, Εργασία με, Δουλεύοντας με, Συνεργασία με, που εργάζονται με, Η συνεργασία με