Käynti στα ελληνικά

Μετάφραση: käynti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκέπτομαι, κοιτάζω, φαίνομαι, βλέμμα, τηλεφωνώ, επιχείρηση, εργαζόμενος, εμφάνιση, τρέξιμο, κλήση, περπατησιά, λειτουργία, επίσκεψη, εγχείρηση, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
Käynti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • käymätön στα ελληνικά - ακατάλληλος, αζύμωτος, έχουν υποστεί ζύμωση, μη ζυμωθέν, υποστεί ζύμωση, αζύμωτο
  • käynnistää στα ελληνικά - ενεργοποιώ, εκτελώ, εκτόξευση, έναρξη, εκτόξευσης, δρομολόγηση, λανσάρισμα
  • käyntivarmuus στα ελληνικά - σταθερότητα, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, αξιοπιστία του, την αξιοπιστία του
  • käypä στα ελληνικά - ταιριαστός, ισχύων, εφαρμόσιμος, διαβατός, μέτριος, ρεύμα, τρέχων, ...
Τυχαίες λέξεις
Käynti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκέπτομαι, κοιτάζω, φαίνομαι, βλέμμα, τηλεφωνώ, επιχείρηση, εργαζόμενος, εμφάνιση, τρέξιμο, κλήση, περπατησιά, λειτουργία, επίσκεψη, εγχείρηση, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη