Köyhyys στα ελληνικά
Μετάφραση: köyhyys, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάγκη, θέλω, μιζέρια, φτώχεια, ένδεια, υστέρημα, έλλειψη, χρειάζομαι, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- köyhdyttää στα ελληνικά - φτωχαίνω, αποδυναμώνω, φτωχαίνει, φτωχαίνουμε, φτωχύνει, φτωχαίνουμε εμείς
- köyhentää στα ελληνικά - φτωχαίνω, αποστερώ
- köyhä στα ελληνικά - ελεεινός, οικτρός, κακόμοιρος, πενιχρός, αξιολύπητος, άθλιος, καημένος, ...
- köyhälistö στα ελληνικά - αγέλη, κοπάδι, προλεταριάτο, προλεταριάτου
Τυχαίες λέξεις
Köyhyys στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάγκη, θέλω, μιζέρια, φτώχεια, ένδεια, υστέρημα, έλλειψη, χρειάζομαι, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια
Μεταφράσεις: ανάγκη, θέλω, μιζέρια, φτώχεια, ένδεια, υστέρημα, έλλειψη, χρειάζομαι, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, η φτώχεια