Kauppa στα ελληνικά

Μετάφραση: kauppa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορία, επάγγελμα, εμπόριο, ανησυχία, μαγαζί, επιχείρηση, υπόθεση, ενδιαφέρον, δουλειές, αγορά, αποθήκευση, επιτήδευμα, αποθηκεύω, δοσοληψία, παζαρεύω, μοιράζω, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Kauppa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kaupata στα ελληνικά - γεράκι, πουλώ, εκποιώ, πωλούν, πωλήσει, πουλήσει, πωλεί, ...
  • kaupitella στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, γεράκι, είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
  • kauppaketju στα ελληνικά - αλυσίδα, καδένα, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
  • kauppala στα ελληνικά - δήμος, Borough, δήμο, δήμου, Δημοτικού
Τυχαίες λέξεις
Kauppa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορία, επάγγελμα, εμπόριο, ανησυχία, μαγαζί, επιχείρηση, υπόθεση, ενδιαφέρον, δουλειές, αγορά, αποθήκευση, επιτήδευμα, αποθηκεύω, δοσοληψία, παζαρεύω, μοιράζω, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών