Keino στα ελληνικά

Μετάφραση: keino, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθημα, μέθοδος, μηχάνημα, μέσο, μέσον, βοηθώ, επικουρία, βοήθεια, σκόπιμος, καταφύγιο, συσκευή, τέχνασμα, θέρετρο, μέσα, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
Keino στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • keila στα ελληνικά - κώνος, ακτίνα, δοκός, δέσμη, δέσμης, δοκού
  • keilata στα ελληνικά - λεκάνη, μπολ, κύπελλο, δοχείο, μπωλ
  • keinoemo στα ελληνικά - θερμοκοιτίδα
  • keinokastelu στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Keino στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθημα, μέθοδος, μηχάνημα, μέσο, μέσον, βοηθώ, επικουρία, βοήθεια, σκόπιμος, καταφύγιο, συσκευή, τέχνασμα, θέρετρο, μέσα, μέσων, μέσου, τη βοήθεια